Definify.com
Definition 2024
γρασίδι
γρασίδι
Greek
Noun
γρασίδι • (grasídi) n
Declension
declension of γρασίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γρασίδι | γρασίδια |
genitive | γρασιδιού | γρασιδιών |
accusative | γρασίδι | γρασίδια |
vocative | γρασίδι | γρασίδια |