Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γριούλα
γριούλα
Greek
Noun
γριούλα
•
(
grioúla
)
f
diminutive of
γριά
(
griá
)
,
little
old woman
Declension
declension of
γριούλα
singular
plural
nominative
γριούλα
γριούλες
genitive
γριούλας
γριούλων
accusative
γριούλα
γριούλες
vocative
γριούλα
γριούλες
Similar Results