Definify.com
Definition 2024
γυαλιστερή
γυαλιστερή
Greek
Noun
γυαλιστερή • (gyalisterí) f (plural γυαλιστερές)
- smooth clam
Declension
declension of γυαλιστερή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γυαλιστερή | γυαλιστερές |
genitive | γυαλιστερής | γυαλιστερών |
accusative | γυαλιστερή | γυαλιστερές |
vocative | γυαλιστερή | γυαλιστερές |
Adjective
γυαλιστερή • (gyalisterí)
- nominative feminine singular of γυαλιστερός (gyalisterós)
- accusative feminine singular of γυαλιστερός (gyalisterós)
- vocative feminine singular of γυαλιστερός (gyalisterós)