Definify.com
Definition 2024
γυαλοπωλείο
γυαλοπωλείο
Greek
Noun
γυαλοπωλείο • (gyalopoleío) n (plural γυαλοπωλεία)
- Alternative form of υαλοπωλείο (yalopoleío)
Declension
declension of γυαλοπωλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γυαλοπωλείο | γυαλοπωλεία |
genitive | γυαλοπωλείου | γυαλοπωλείων |
accusative | γυαλοπωλείο | γυαλοπωλεία |
vocative | γυαλοπωλείο | γυαλοπωλεία |