Definify.com
Definition 2024
γυναικολόγος
γυναικολόγος
Greek
Noun
γυναικολόγος • (gynaikológos) m, f (plural γυναικολόγοι)
Declension
declension of γυναικολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γυναικολόγος | γυναικολόγοι |
genitive | γυναικολόγου | γυναικολόγων |
accusative | γυναικολόγο | γυναικολόγους |
vocative | γυναικολόγε | γυναικολόγοι |