Definify.com
Definition 2024
δέντρο
δέντρο
Greek
Alternative forms
- δένδρο (déndro)
Noun
δέντρο • (déntro) n (plural δέντρα)
- tree
- Η φλαμουριά είναι ένα ωραίο δέντρο. (The lime is a beautiful tree.)
- tree (type of diagram)
- γενεαλογικό δέντρο (family tree)
Declension
declension of δέντρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δέντρο | δέντρα |
genitive | δέντρου | δέντρων |
accusative | δέντρο | δέντρα |
vocative | δέντρο | δέντρα |
Holonyms
- δάσος n (dásos, “forest”)
Related terms
- άδεντρος (ádentros, “treeless”)
External links
- δέντρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el