Definify.com
Definition 2024
δίκταμο
δίκταμο
Greek
Noun
δίκταμο • (díktamo) n (plural δίκταμα)
Declension
declension of δίκταμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δίκταμο | δίκταμα |
genitive | δίκταμου / δικτάμου | δίκταμων / δικτάμων |
accusative | δίκταμο | δίκταμα |
vocative | δίκταμο | δίκταμα |
Synonyms
- έρωντας m (érontas)
External links
- δίκταμο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el