Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
δακτυλογράφους
δακτυλογράφους
Greek
Noun
δακτυλογράφους
•
(
daktylográfous
)
m
,
f
Accusative
plural
form of
δακτυλογράφος
(
daktylográfos
)
.
Similar Results