Definify.com
Definition 2024
δαλτωνισμός
δαλτωνισμός
Greek
Noun
δαλτωνισμός • (daltonismós) m (plural δαλτωνισμοί)
- Alternative form of δαλτονισμός (daltonismós)
Declension
declension of δαλτωνισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαλτωνισμός | δαλτωνισμοί |
genitive | δαλτωνισμού | δαλτωνισμών |
accusative | δαλτωνισμό | δαλτωνισμούς |
vocative | δαλτωνισμέ | δαλτωνισμοί |