Definify.com
Definition 2024
δαμάσκηνο
δαμάσκηνο
Greek
Noun
δαμάσκηνο • (damáskino) n (plural δαμάσκηνα)
- plum (fruit)
Declension
declension of δαμάσκηνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαμάσκηνο | δαμάσκηνα |
genitive | δαμάσκηνου | δαμάσκηνων |
accusative | δαμάσκηνο | δαμάσκηνα |
vocative | δαμάσκηνο | δαμάσκηνα |
Related terms
- αγριοδαμάσκηνο n (agriodamáskino, “bullace, wild plum, damson”)
- δαμασκηνί f (damaskiní, “plum colour”)
- δαμασκηνιά f (damaskiniá, “plum tree”)
- ξερό δαμάσκηνο f (xeró damáskino, “dried plum, prune”)
- πράσινο δαμάσκηνο n (prásino damáskino, “greengage”)
Coordinate terms
- κορόμηλο n (korómilo, “cherry plum”)
External links
- δαμάσκηνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el