Definify.com
Definition 2024
δαμαλίδα
δαμαλίδα
Greek
Noun
δαμαλίδα • (damalída) f (plural δαμαλίδες, masculine δαμάλι)
Declension
declension of δαμαλίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαμαλίδα | δαμαλίδες |
genitive | δαμαλίδας | δαμαλίδων |
accusative | δαμαλίδα | δαμαλίδες |
vocative | δαμαλίδα | δαμαλίδες |
Synonyms
- δαμάλα f (damála)
Coordinate terms
- see: αγελάδα f (ageláda, “cow”)