Definify.com
Definition 2024
δανειολήπτρια
δανειολήπτρια
Greek
Noun
δανειολήπτρια • (daneiolíptria) f (plural δανειολήπτριες)
Declension
declension of δανειολήπτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δανειολήπτρια | δανειολήπτριες |
genitive | δανειολήπτριας | δανειοληπτριών |
accusative | δανειολήπτρια | δανειολήπτριες |
vocative | δανειολήπτρια | δανειολήπτριες |
Related terms
- δανειολήπτης m (daneiolíptis, “borrower”)
- δανειστής m (daneistís, “lender”)
- δανείστρια f (daneístria, “lender”)