Definify.com
Definition 2024
δαχτυλιά
δαχτυλιά
Greek
Noun
δαχτυλιά • (dachtyliá) f (plural δαχτυλιές)
- smudge, mark (made by fingers)
- Μην αφήνεις δαχτυλιές στην τηλεόραση! ― Min afíneis dachtyliés stin tileórasi! ― Don't leave finger marks on the television!
Declension
declension of δαχτυλιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαχτυλιά | δαχτυλιές |
genitive | δαχτυλιάς | δαχτυλιών |
accusative | δαχτυλιά | δαχτυλιές |
vocative | δαχτυλιά | δαχτυλιές |
Related terms
- μουντζούρα f (mountzoúra, “stain”)
- λεκές m (lekés, “blotch”)