Definify.com
Definition 2024
δεδειγμένος
δεδειγμένος
Ancient Greek
Alternative forms
- δεδεγμένος (dedegménos) Ionic
Participle
δεδειγμένος • (dedeigménos) m, δεδειγμένη f, δεδειγμένον n; first/second declension
- perfect mediopassive participle of δείκνῡμῐ (deíknūmi)
Declension
First and second declension of δεδειγμένος, δεδειγμένη, δεδειγμένον
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | δεδειγμένος | δεδειγμένη | δεδειγμένον | δεδειγμένω | δεδειγμένᾱ | δεδειγμένω | δεδειγμένοι | δεδειγμέναι | δεδειγμένᾰ | |||
Genitive | δεδειγμένου | δεδειγμένης | δεδειγμένου | δεδειγμένοιν | δεδειγμέναιν | δεδειγμένοιν | δεδειγμένων | δεδειγμένων | δεδειγμένων | |||
Dative | δεδειγμένῳ | δεδειγμένῃ | δεδειγμένῳ | δεδειγμένοιν | δεδειγμέναιν | δεδειγμένοιν | δεδειγμένοις | δεδειγμέναις | δεδειγμένοις | |||
Accusative | δεδειγμένον | δεδειγμένην | δεδειγμένον | δεδειγμένω | δεδειγμένᾱ | δεδειγμένω | δεδειγμένους | δεδειγμένᾱς | δεδειγμένᾰ | |||
Vocative | δεδειγμένε | δεδειγμένη | δεδειγμένον | δεδειγμένω | δεδειγμένᾱ | δεδειγμένω | δεδειγμένοι | δεδειγμέναι | δεδειγμένᾰ | |||