Definify.com
Definition 2024
δελτίο_ταυτότητας
δελτίο ταυτότητας
Greek
Noun
δελτίο ταυτότητας • (deltío taftótitas) f (plural δελτία ταυτότητας)
Declension
- see: δελτίο (deltío)
Synonyms
- ταυτότητα f (taftótita, “ID, identity”)
- αστυνομική ταυτότητα f (astynomikí taftótita, “identity card”)
- δελτίο αστυνομικής ταυτότητας f (deltío astynomikís taftótitas, “identity card”)