Definify.com
Definition 2024
δεσμωτήριο
δεσμωτήριο
Greek
Noun
δεσμωτήριο • (desmotírio) n (plural δεσμωτήρια)
Declension
declension of δεσμωτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεσμωτήριο | δεσμωτήρια |
genitive | δεσμωτηρίου | δεσμωτηρίων |
accusative | δεσμωτήριο | δεσμωτήρια |
vocative | δεσμωτήριο | δεσμωτήρια |
Related terms
- δέσμιος m (désmios, “prisoner”)