Definify.com
Definition 2024
δεύτερο
δεύτερο
Greek
Noun
δεύτερο • (déftero) n (plural δεύτερα)
- second (unit of time)
Declension
declension of δεύτερο
Synonyms
- δευτερόλεπτο n (defterólepto)
Adjective
δεύτερο • (déftero)
δεύτερο • (déftero) n (plural δεύτερα)
δεύτερο • (déftero)