Definify.com
Definition 2024
δηλαδή
δηλαδή
Greek
Alternative forms
- δηλ. (dil.)
Conjunction
δηλαδή • (diladí)
- specifically, namely, that is to say
- Η χώρα μας, δηλαδή η Ελλάδα. ― I chóra mas, diladí i Elláda. ― Our country, namely Greece.
- i.e., namely, in other words
- Τα αλκάνια είναι κορεσμένοι αλειφατικοί (δηλαδή μη κυκλικοί) υδρογονάνθρακες.
- Ta alkánia eínai koresménoi aleifatikoí (diladí mi kyklikoí) ydrogonánthrakes.
- Alkanes are saturated aliphatic (ie acyclic) hydrocarbons.
- Τα αλκάνια είναι κορεσμένοι αλειφατικοί (δηλαδή μη κυκλικοί) υδρογονάνθρακες.