Definify.com

Definition 2024


δηλαδή

δηλαδή

Greek

Alternative forms

  • δηλ. (dil.)

Conjunction

δηλαδή (diladí)

  1. specifically, namely, that is to say
    Η χώρα μας, δηλαδή η Ελλάδα.I chóra mas, diladí i Elláda. ― Our country, namely Greece.
  2. i.e., namely, in other words
    Τα αλκάνια είναι κορεσμένοι αλειφατικοί (δηλαδή μη κυκλικοί) υδρογονάνθρακες.
    Ta alkánia eínai koresménoi aleifatikoí (diladí mi kyklikoí) ydrogonánthrakes.
    Alkanes are saturated aliphatic (ie acyclic) hydrocarbons.

Synonyms