Definify.com
Definition 2024
δηλητήριο
δηλητήριο
Greek
Noun
δηλητήριο • (dilitírio) n (plural δηλητήρια)
Declension
declension of δηλητήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δηλητήριο | δηλητήρια |
genitive | δηλητηρίου | δηλητηρίων |
accusative | δηλητήριο | δηλητήρια |
vocative | δηλητήριο | δηλητήρια |