Definify.com
Definition 2024
δημοσίευμα
δημοσίευμα
Greek
Noun
δημοσίευμα • (dimosíevma) n (plural δημοσιεύματα)
- publication, article
- είχε πολλά δημοσιεύματα ― eíche pollá dimosiévmata ― he has many publications
Declension
declension of δημοσίευμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοσίευμα | δημοσιεύματα |
genitive | δημοσιεύματος | δημοσιευμάτων |
accusative | δημοσίευμα | δημοσιεύματα |
vocative | δημοσίευμα | δημοσιεύματα |
Related terms
- see: δήμος m (dímos, “municipality, community”)
Coordinate terms
- see: έκδοση f (ékdosi, “edition, issue”)