Definify.com
Definition 2024
δημοψήφισμα
δημοψήφισμα
Greek
Noun
δημοψήφισμα • (dimopsífisma) n (plural δημοψηφίσματα)
- (politivs) referendum, plebiscite
Declension
declension of δημοψήφισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοψήφισμα | δημοψηφίσματα |
genitive | δημοψηφίσματος | δημοψηφισμάτων |
accusative | δημοψήφισμα | δημοψηφίσματα |
vocative | δημοψήφισμα | δημοψηφίσματα |
Related terms
- see: δήμος m (dímos, “municipality, community”)
External links
- δημοψήφισμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el