Definify.com
Definition 2024
διάζησις
διάζησις
Ancient Greek
Noun
διάζησις • (diázēsis) f (genitive διαζήσεως); third declension
- a way of living
- Stobaeus, Physical and Moral Extracts 2.378
-
Inflection
Third declension of διάζησῐς, διαζήσεως
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | διάζησῐς | διαζήσει | διαζήσεις |
Genitive | διαζήσεως | διαζησέοιν | διαζήσεων |
Dative | διαζήσει | διαζησέοιν | διαζήσεσῐ(ν) |
Accusative | διάζησῐν | διαζήσει | διαζήσεις |
Vocative | διάζησῐ | διαζήσει | διαζήσεις |
Third declension of διάζησῐς, διαζήσιος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | διάζησῐς | διαζήσιε | διαζήσιες |
Genitive | διαζήσιος | διαζησίοιν | διαζησίων |
Dative | διαζήσῑ, διαζήσει | διαζησίοιν | διαζήσῐσῐ(ν), διαζησίεσῐ(ν), διαζήσεσῐ(ν) |
Accusative | διάζησῐν | διαζήσιε | διαζήσῑς, διαζήσιᾰς |
Vocative | διάζησῐ | διαζήσιε | διαζήσιες |
Descendants
- scientific Latin: Coelodiazesis
References
- διάζησις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «διάζησις» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «διάζησις» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)