Definify.com
Definition 2024
διάθεση
διάθεση
Greek
Noun
διάθεση • (diáthesi) f (plural διαθέσεις)
- disposal, (available for use)
- Οι παίκτες της ομάδας επέστρεψαν από τις διακοπές τους και τέθηκαν στην διάθεση του προπονητή.
- Oi paíktes tis omádas epéstrepsan apó tis diakopés tous kai téthikan stin diáthesi tou proponití.
- The squad has returned from their holidays and are available to the coach.
- Οι παίκτες της ομάδας επέστρεψαν από τις διακοπές τους και τέθηκαν στην διάθεση του προπονητή.
- mood, disposition
- Σήμερα έχασα το ρολόι μου και δεν έχω διάθεση να διασκεδάσω.
- Símera échasa to rolói mou kai den écho diáthesi na diaskedáso.
- I lost my watch today and I am in no mood to enjoy myself.
- Σήμερα έχασα το ρολόι μου και δεν έχω διάθεση να διασκεδάσω.
- spirit
- αγωνιστική διάθεση ― agonistikí diáthesi ― fighting spirit
Declension
declension of διάθεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάθεση | διαθέσεις |
genitive | διάθεσης / διαθέσεως | διαθέσεων |
accusative | διάθεση | διαθέσεις |
vocative | διάθεση | διαθέσεις |