Definify.com
Definition 2024
διάθλαση
διάθλαση
Greek
Noun
διάθλαση • (diáthlasi) f (plural διαθλάσεις)
- (physics) refraction (the bending of an electromagnetic wave)
Declension
declension of διάθλαση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάθλαση | διαθλάσεις |
genitive | διάθλασης / διαθλάσεως | διαθλάσεων |
accusative | διάθλαση | διαθλάσεις |
vocative | διάθλαση | διαθλάσεις |
See also
- διάθλαση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el