Definify.com
Definition 2024
διάλειμμα
διάλειμμα
Greek
Noun
διάλειμμα • (diáleimma) n
Declension
declension of διάλειμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάλειμμα | διαλείμματα |
genitive | διαλείμματος | διαλειμμάτων |
accusative | διάλειμμα | διαλείμματα |
vocative | διάλειμμα | διαλείμματα |
Derived terms
- διαλειμματάκι (dialeimmatáki)
- φωτεινά διαλείμματα (foteiná dialeímmata)