Definify.com

Definition 2024


διάλειμμα

διάλειμμα

Greek

Noun

διάλειμμα (diáleimma) n

  1. break (rest or pause, usually from work)
  2. interval

Declension

Derived terms

  • διαλειμματάκι (dialeimmatáki)
  • φωτεινά διαλείμματα (foteiná dialeímmata)

See also