Definify.com
Definition 2024
διάλυση
διάλυση
Greek
Noun
διάλυση • (diálysi) f (plural διαλύσεις)
Declension
declension of διάλυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάλυση | διαλύσεις |
genitive | διάλυσης / διαλύσεως | διαλύσεων |
accusative | διάλυση | διαλύσεις |
vocative | διάλυση | διαλύσεις |
Related terms
- αιμοδιύλιση f (aimodiýlisi, “dialysis, haemodialysis”)
- διύλιση f (diýlisi, “purification, refinement”)