Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διάολος
διάολος
Greek
Noun
διάολος
•
(
diáolos
)
m
(
plural
διάολοι
)
(
informal
)
Alternative form of
διάβολος
(
diávolos
)
Declension
declension of
διάολος
singular
plural
nominative
διάολος
διάολοι
genitive
διαόλου
διαόλων
accusative
διάολο
διαόλους
vocative
διάολε
διάολοι
Pronunciation
IPA
(key)
:
[ˈðʝaolos]
or less commonly
[ðiˈaolos]
Hyphenation:
δι‧ά‧ο‧λος
Similar Results