Definify.com
Definition 2024
διάρρηξη
διάρρηξη
Greek
Noun
διάρρηξη • (diárrixi) f (plural διαρρήξεις)
Declension
declension of διάρρηξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάρρηξη | διαρρήξεις |
genitive | διάρρηξης / διαρρήξεως | διαρρήξεων |
accusative | διάρρηξη | διαρρήξεις |
vocative | διάρρηξη | διαρρήξεις |
Related terms
- διαρρήκτης m (diarríktis) (burglar)