Definify.com
Definition 2024
διάττοντας
διάττοντας
Greek
Noun
διάττοντας • (diáttontas) m (plural διάττοντες)
Declension
declension of διάττοντας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάττοντας | διάττοντες |
genitive | διάττοντα | διαττόντων |
accusative | διάττοντα | διάττοντες |
vocative | διάττοντα | διάττοντες |
Synonyms
- see: μετέωρο n (metéoro)