Definify.com
Definition 2024
διέλευση
διέλευση
Greek
Noun
διέλευση • (diélefsi) f (plural διελεύσεις)
Declension
declension of διέλευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διέλευση | διελεύσεις |
genitive | διέλευσης / διελεύσεως | διελεύσεων |
accusative | διέλευση | διελεύσεις |
vocative | διέλευση | διελεύσεις |