Definify.com
Definition 2024
διαβεβαιώνω
διαβεβαιώνω
Greek
Verb
διαβεβαιώνω • (diavevaióno) (simple past διαβεβαίωσα, passive form διαβεβαιώνομαι)
- assure (somebody of something)
- Σε διαβεβαιώνω ότι είμαι καλύτερα από ποτέ
- Se diavevaióno óti eímai kalýtera apó poté
- I assure you that I feel better than ever.
- Σε διαβεβαιώνω ότι είμαι καλύτερα από ποτέ
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.