Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διαγωνιζομένου
διαγωνιζομένου
See also:
διαγωνιζόμενου
Greek
Noun
διαγωνιζομένου
•
(
diagonizoménou
)
m
Genitive
singular
form of
διαγωνιζόμενος
(
diagonizómenos
)
.
Similar Results