Definify.com
Definition 2024
διαδηλωτής
διαδηλωτής
Greek
Noun
διαδηλωτής • (diadilotís) m (plural διαδηλωτές, feminine διαδηλώτρια)
- (politics) demonstrator, protester
Declension
declension of διαδηλωτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαδηλωτής | διαδηλωτές |
genitive | διαδηλωτή | διαδηλωτών |
accusative | διαδηλωτή | διαδηλωτές |
vocative | διαδηλωτή | διαδηλωτές |
Related terms
- see: διαδήλωση f (diadílosi, “demonstration”)