Definify.com
Definition 2024
διαδραστικές
διαδραστικές
Greek
Adjective
διαδραστικές • (diadrastikés)
- Nominative feminine plural form of διαδραστικός (diadrastikós).
- Accusative feminine plural form of διαδραστικός (diadrastikós).
- Vocative feminine plural form of διαδραστικός (diadrastikós).