Definify.com
Definition 2024
διαζύγιο
διαζύγιο
Greek
Noun
διαζύγιο • (diazýgio) n (plural διαζύγια)
- divorce (dissolution of a marriage)
Declension
declension of διαζύγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαζύγιο | διαζύγια |
genitive | διαζυγίου | διαζυγίων |
accusative | διαζύγιο | διαζύγια |
vocative | διαζύγιο | διαζύγια |