Definify.com
Definition 2024
διαιτητής
διαιτητής
Greek
Noun
διαιτητής • (diaititís) m
- (sports) referee (umpire, judge, the supervisor of a game)
- (law) arbitrator
Declension
declension of διαιτητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιτητής | διαιτητές |
genitive | διαιτητή | διαιτητών |
accusative | διαιτητή | διαιτητές |
vocative | διαιτητή | διαιτητές |
Related terms
- διαιτησία (diaitisía)
- διαιτητεύω (diaititévo)