Definify.com
Definition 2024
διακανονισμός
διακανονισμός
Greek
Noun
διακανονισμός • (diakanonismós) m (plural διακανονισμοί)
- settlement (of a transaction or dispute)
Declension
declension of διακανονισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διακανονισμός | διακανονισμοί |
genitive | διακανονισμού | διακανονισμών |
accusative | διακανονισμό | διακανονισμούς |
vocative | διακανονισμέ | διακανονισμοί |