Definify.com
Definition 2024
διακλάδωση
διακλάδωση
Greek
Noun
διακλάδωση • (diakládosi) f (plural διακλαδώσεις)
- branch (any of the parts of something that divides like the branch of a tree)
- branch, knot (the point in which that division starts)
- (botany) ramification
Declension
declension of διακλάδωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διακλάδωση | διακλαδώσεις |
genitive | διακλάδωσης / διακλαδώσεως | διακλαδώσεων |
accusative | διακλάδωση | διακλαδώσεις |
vocative | διακλάδωση | διακλαδώσεις |
Related terms
- διακλαδίζομαι (diakladízomai, “to branch”)
- διακλαδωτήρας m (diakladotíras, “union, joint”)
See also
- διακλαδικός (diakladikós, “interdisciplinary”)