Definify.com
Definition 2024
διακομιστής
διακομιστής
Greek
Noun
διακομιστής • (diakomistís) m (plural διακομιστές)
Declension
declension of διακομιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διακομιστής | διακομιστές |
genitive | διακομιστή | διακομιστών |
accusative | διακομιστή | διακομιστές |
vocative | διακομιστή | διακομιστές |
Synonyms
- εξυπηρετητής m (exypiretitís)
External links
- Εξυπηρετητής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el