Definify.com
Definition 2024
διακόπτης
διακόπτης
Greek
Noun
διακόπτης • (diakóptis) m (plural διακόπτες)
- switch (device to isolate an electric current)
Declension
declension of διακόπτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διακόπτης | διακόπτες |
genitive | διακόπτη | διακοπτών |
accusative | διακόπτη | διακόπτες |
vocative | διακόπτη | διακόπτες |
Related terms
- διακοπή f (diakopí, “stoppage, disruption”)
See also
- διακόπτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el