Definify.com
Definition 2024
διαλεκτική
διαλεκτική
Ancient Greek
Noun
διαλεκτική • (dialektikḗ) f (genitive διαλεκτικής); first declension
- dialectic, discussion by question and answer, invented by Zeno of Elea
Inflection
First declension of διαλεκτική, διαλεκτικῆς
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | διαλεκτική | διαλεκτικᾱ́ | διαλεκτικαί |
Genitive | διαλεκτικῆς | διαλεκτικαῖν | διαλεκτικῶν |
Dative | διαλεκτικῇ | διαλεκτικαῖν | διαλεκτικαῖς |
Accusative | διαλεκτικήν | διαλεκτικᾱ́ | διαλεκτικᾱ́ς |
Vocative | διαλεκτική | διαλεκτικᾱ́ | διαλεκτικαί |
Derived terms
- LATIN: dialectica
See also
- See the Etymology subsection of the English noun dialectic
References
- διαλεκτικός in A Greek–English Lexicon by Liddell & Scott, Clarendon Press, Oxford, 1940 (information for the noun can be found in the adjective entry)