Definify.com
Definition 2024
διαμορφώνω
διαμορφώνω
Greek
Verb
διαμορφώνω • (diamorfóno) (simple past διαμόφωσα, passive form διαμορφώνομαι)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
διαμορφώνω • (diamorfóno) (simple past διαμόφωσα, passive form διαμορφώνομαι)
This verb needs an inflection-table template.