Definify.com
Definition 2024
διανεμητής
διανεμητής
Greek
Noun
διανεμητής • (dianemitís) m (plural διανεμητές, feminine διανεμήτρια)
Declension
declension of διανεμητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διανεμητής | διανεμητές |
genitive | διανεμητή | διανεμητών |
accusative | διανεμητή | διανεμητές |
vocative | διανεμητή | διανεμητές |
Synonyms
- (dispatcher): επιλογέας m (epilogéas)