Definify.com
Definition 2024
διαπαιδαγώγηση
διαπαιδαγώγηση
Greek
Noun
διαπαιδαγώγηση • (diapaidagógisi) f (plural διαπαιδαγωγήσεις)
Declension
declension of διαπαιδαγώγηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διαπαιδαγώγηση | διαπαιδαγωγήσεις | |
genitive | διαπαιδαγώγησης / διαπαιδαγωγήσεως | — | |
accusative | διαπαιδαγώγηση | διαπαιδαγωγήσεις | |
vocative | διαπαιδαγώγηση | διαπαιδαγωγήσεις | |
an uncountable noun in some sources |
Synonyms
- see: εκπαίδευση f (ekpaídefsi, “education, schooling”)