Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διαπιστευτηρίου
διαπιστευτηρίου
Greek
Noun
διαπιστευτηρίου
•
(
diapisteftiríou
)
n
Genitive
singular
form of
διαπιστευτήριο
(
diapisteftírio
)
.
Similar Results