Definify.com
Definition 2024
διαποδιαμορφωτής
διαποδιαμορφωτής
Greek
Noun
διαποδιαμορφωτής • (diapodiamorfotís) m (plural διαποδιαμορφωτές)
Declension
declension of διαποδιαμορφωτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαποδιαμορφωτής | διαποδιαμορφωτές |
genitive | διαποδιαμορφωτή | διαποδιαμορφωτών |
accusative | διαποδιαμορφωτή | διαποδιαμορφωτές |
vocative | διαποδιαμορφωτή | διαποδιαμορφωτές |