Definify.com
Definition 2025
διαπρακτικός
διαπρακτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /ðiapraktikós/
 
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /ðiapraktikós/
 
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /ðiapɾaktikós/
 
Adjective
διαπρακτικός • (diapraktikós) m (feminine διαπρακτική, neuter διαπρακτικόν); first/second declension
Inflection
    First and second declension of διαπρακτικός, διαπρακτική, διαπρακτικόν
| Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
| Nominative | διαπρακτικός | διαπρακτική | διαπρακτικόν | διαπρακτικώ | διαπρακτικᾱ́ | διαπρακτικώ | διαπρακτικοί | διαπρακτικαί | διαπρακτικᾰ́ | |||
| Genitive | διαπρακτικοῦ | διαπρακτικῆς | διαπρακτικοῦ | διαπρακτικοῖν | διαπρακτικαῖν | διαπρακτικοῖν | διαπρακτικῶν | διαπρακτικῶν | διαπρακτικῶν | |||
| Dative | διαπρακτικῷ | διαπρακτικῇ | διαπρακτικῷ | διαπρακτικοῖν | διαπρακτικαῖν | διαπρακτικοῖν | διαπρακτικοῖς | διαπρακτικαῖς | διαπρακτικοῖς | |||
| Accusative | διαπρακτικόν | διαπρακτικήν | διαπρακτικόν | διαπρακτικώ | διαπρακτικᾱ́ | διαπρακτικώ | διαπρακτικούς | διαπρακτικᾱ́ς | διαπρακτικᾰ́ | |||
| Vocative | διαπρακτικέ | διαπρακτική | διαπρακτικόν | διαπρακτικώ | διαπρακτικᾱ́ | διαπρακτικώ | διαπρακτικοί | διαπρακτικαί | διαπρακτικᾰ́ | |||
References
- διαπρακτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
 - «διαπρακτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
 - «διαπρακτικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)