Definify.com
Definition 2024
διαρροή
διαρροή
Greek
Noun
διαρροή • (diarroí) f (plural διαρροές)
- leak (in pipe, tank etc)
- (figuratively) leak (disclosure of confidential information), defection, loss
Declension
declension of διαρροή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαρροή | διαρροές |
genitive | διαρροής | διαρροών |
accusative | διαρροή | διαρροές |
vocative | διαρροή | διαρροές |
Related terms
- διαρρέω (diarréo, “to leak, to drain”)