Definify.com
Definition 2024
διασταύρωση
διασταύρωση
Greek
Noun
διασταύρωση • (diastávrosi) f (plural διασταυρώσεις)
- (biology) hybridisation, crossbreeding (the act/process)
- (biology) hybrid, cross, crossbreed (the product)
Declension
declension of διασταύρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διασταύρωση | διασταυρώσεις |
genitive | διασταύρωσης / διασταυρώσεως | διασταυρώσεων |
accusative | διασταύρωση | διασταυρώσεις |
vocative | διασταύρωση | διασταυρώσεις |
Synonyms
- υβρίδιο n (yvrídio, “hybrid”)
External links
- Διασταύρωση (βιολογία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el