Definify.com
Definition 2024
διαστολή
διαστολή
Greek
Noun
διαστολή • (diastolí) f (plural διαστολές)
- expansion (for metals)
- dilation, dilatation (for organs)
- distention
- diastole
Declension
declension of διαστολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαστολή | διαστολές |
genitive | διαστολής | διαστολών |
accusative | διαστολή | διαστολές |
vocative | διαστολή | διαστολές |